- μονοπώλιο
- Οικονομικός όρος που χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς, όπου όλη η προσφορά ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας είναι συγκεντρωμένη στα χέρια ενός μόνο υποκειμένου, του μονοπωλητή. Για να χαρακτηριστεί μια αγορά ως μονοπωλιακή θα πρέπει η επιχείρηση – μονοπωλητής να είναι κερδοσκοπική, να υπάρχουν εμπόδια (φυσικά ή νομικά) για την είσοδο άλλων επιχειρήσεων στην αγορά και να ρυθμίζεται η τιμή του προϊόντος από τον μονοπωλητή (και όχι από το κράτος ή τους καταναλωτές). Στο καθαρό μ. δεν υπάρχουν άμεσοι ανταγωνιστές, ανα και η πολιτική του μονοπωλητού μπορεί να περιοριστεί από τον έμμεσο ανταγωνισμό ή τον δυνητικό ανταγωνισμό.
Οι συνθήκες που μπορούν να προκαλέσουν μια παρόμοια κατάσταση είναι πολλές. Ο άνθρωπος που διαθέτει μια ωραία φωνή ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ο ιδιοκτήτης μιας πηγής νερού που θεωρείται θεραπευτικό, ο εφευρέτης που έχει κατοχυρωθεί με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, ο βιομήχανος που παράγει κάτω από καθεστώς προστατευτικών τελωνειακών δασμών, το σωματείο που περιλαμβάνει το σύνολο των ικανών να ασκήσουν ένα επάγγελμα, και το ίδιο το κράτος όταν κρατά την αποκλειστικότητα ορισμένων ενεργειών απαγορεύοντας την άσκησή τους από τους ιδιώτες, όλοι αυτοί ενεργούν μέσα σ’ ένα περισσότερο ή λιγότερο στενό καθεστώς μ., γιατί απέναντι τους δεν μπορούν να εκδηλωθούν τα αποτελέσματα του ελεύθερου ανταγωνισμού. Όλες οι παραπάνω περιπτώσεις είναι ουσιαστικά νομικό μ. Φυσικό μ. έχουμε όταν το ελάχιστο μέσο κόστος παραγωγής παρατηρείται σε ένα επίπεδο προϊόντος επαρκές ή σχεδόν επαρκές για να καλύψει το σύνολο της αγοράς σε τιμή που να καλύπτει το κόστος. Αν σε μια τέτοια αγορά εμφανιστεί και δεύτερος παραγωγός, τότε ο ένας ή και οι δύο θα παράγουν με μέσο κόστος μεγαλύτερο από την τιμή που μπορεί να δώσει η αγορά με αποτέλεσμα κάποιος να τεθεί τελικά εκτός αγοράς. Ο χαρακτηρισμός φυσικό μ. υπονοεί απλώς ότι φυσικό αποτέλεσμα των δυνάμεων της αγοράς είναι η μονοπωλιακή οργάνωση.
Η μελέτη των οικονομικών δυνάμεων που καθορίζουν την τιμή σε μια μονοπωλιακή αγορά έγινε για πρώτη φορά από τον Γάλλο οικονομολόγο Αντουάν-Ογκιστέν Κουρνό. Η ανάλυσή του αναφέρεται ουσιαστικά στο μ. που παρατηρείται από την πλευρά της προσφοράς, ο συλλογισμός του όμως εξακολουθεί να ισχύει κι όταν εφαρμοστεί στο μ. της ζήτησης γιατί στην πραγματικότητα και η ζήτηση, στην ανταλλακτική οικονομία, δεν είναι τίποτε άλλο από προσφορά χρήματος, με την οποία η συναλλαγή παρουσιάζεται ομοιόμορφη, όποιος κι αν είναι ο τομέας στον οποίο επιβλήθηκε το μ. Αντίθετα από εκείνο που θα συνέβαινε αν ένα εμπόρευμα ή μια υπηρεσία προσφερόταν στη διάθεση του κοινού κάτω από καθεστώς ανταγωνισμού, η εξασφάλιση μιας μονοπωλιακής θέσης προκαλεί γενικά τον περιορισμό της ποσότητας που προσφέρεται και ταυτόχρονα αύξηση της σχετικής τιμής. Πραγματικά, ο παραγωγός που εργάζεται σε ανταγωνισμό με άλλους δεν έχει τη δυνατότητα να μεταβάλει μόνος του την τιμή της αγοράς, που, από τη φύση της, είναι ανεξάρτητη από τη δική του συμπεριφορά, ούτε μπορεί να μεταβάλει την προσφερόμενη ποσότητα, που καθορίζεται μόνο από την τεχνική ανάγκη της διατήρησης του σχετικού κόστους παραγωγής (και ακριβέστερα του οριακού κόστους) μέσα στα όρια που καθορίζονται από την τιμή πώλησης. Αντίθετα, ο μονοπωλητής έχει τη δυνατότητα να επηρεάζει την τιμή ή την ποσότητα, με την έννοια ότι μπορεί να καθορίσει την τιμή και να αφήσει την αγορά να σταθεροποιήσει την ποσότητα που θα αγοραστεί, ή να καθορίσει την ποσότητα και να αναθέσει στην αγορά τον καθορισμό της τιμής. Με τον τρόπο αυτό ο μονοπωλητής, αντίθετα από τον παραγωγό που εργάζεται σε ανταγωνισμό με άλλους, μπορεί να βρει συχνά ότι τον συμφέρει να περιορίσει μόνος του την προσφορά του, χρησιμοποιώντας προς το δικό του αποκλειστικό συμφέρον τις συνέπειες που θα προκύψουν από την έλλειψη του εμπορεύματος στην αγορά. Αν π.χ. οι καταναλωτές είναι διατεθειμένοι να αγοράσουν 10 μονάδες με τιμή κατά μονάδα 50 ή 8 μονάδες με τιμή 70, είναι φανερό πως ο μονοπωλητής θα προτιμήσει να περιορίσει την παραγόμενη ποσότητα, αφού αυτό θα του επιτρέψει να εισπράξει συνολικά 560 αντί 500.
Ο μονοπωλητής δεν έχει συνήθως τη δυνατότητα να ενεργεί συγχρόνως πάνω και στις δύο μεταβλητές, δηλαδή στην τιμή και στην ποσότητα, γιατί ο ελιγμός του συναντά ένα συγκεκριμένο όριο στο αθροιστικό κόστος. Είναι δύσκολο σε μια επιχείρηση να εργάζεται με σταθερό κόστος, ώστε να είναι σε θέση να αδιαφορεί για την ποσότητα των προϊόντων που παράγει. Στην πραγματικότητα, εκτός από τα πάγια έξοδα, υπάρχουν σε κάθε επίπεδο της παραγωγής διάφορες δυνατότητες να κάνει οικονομίες ή διάφορες ανάγκες που της επιβάλλουν να δεχτεί πρόσθετα βάρη, γιατί η επιχείρηση, ανάλογα με τις διαστάσεις της οργάνωσής της, παράγει σχεδόν πάντα με κόστος που αυξάνεται ή ελαττώνεται ανάλογα με την ποσότητα του προϊόντος. Ο μονοπωλητής είναι υποχρεωμένος να υπολογίσει αυτή την πραγματικότητα όταν μεταβάλει την προσφερόμενη ποσότητα γιατί, αν η καμπύλη του κόστους του ακολουθεί κατερχόμενη κατεύθυνση, μπορεί να συμβεί το κέρδος του μ., που πραγματοποιείται με τον περιορισμό της παραγωγής, να εξουδετερωθεί ή να γίνει αρνητικό από τη μη εκμετάλλευση των εγκαταστάσεων μέχρι το όριο που είναι οικονομικά συμφέρουσα.
Ο μονοπωλητής δεν μπορεί επίσης να αγνοήσει την ελαστικότητα της ζήτησης του προϊόντος του: αν η τιμή αυξηθεί περισσότερο και αντίστροφα ανάλογα με την παραγωγή της ποσότητας, ο μονοπωλιακός ελιγμός μπορεί να πετύχει, ενώ αν συμβεί το αντίθετο, κάθε περιοριστική ενέργεια θα καταλήξει σε καθαρή ζημία. Για να επανέλθουμε στο προηγούμενο παράδειγμα, αν οι 8 μονάδες εμπορεύματος που προσφέρονται σε καθεστώς μ. πληρωθούν προς 60 και όχι 70, η συνολική είσπραξη θα είναι 480 και δεν θα ήταν πια συμφέρων ο περιορισμός της παραγωγής.
Στην πραγματικότητα είναι δύσκολο να υπάρξει μια κατάσταση τέλειου μ., γιατί είναι σπάνια η περίπτωση μιας επιχείρησης που κατορθώνει να ελέγχει τελείως όλη την προσφορά ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας, χωρίς να αφήνει στους καταναλωτές τη δυνατότητα να ξεφύγουν από τους όρους που επιβάλλει, είτε με την παραίτηση από την κατανάλωση είτε με την προσφυγή σε όμοια προϊόντα και υποκατάστατα. Αντίθετα, ευκολότερα συναντούμε τις μορφές του ατελούς μ., στις οποίες ο παραγωγός είναι σε θέση να μεταβάλει τις τιμές προς όφελός του, αλλά μόνο μέσα σε ορισμένα όρια, χωρίς να έχει εξαφανίσει τελείως την επίδραση του ανταγωνισμού. Αντίθετα από ό,τι συμβαίνει στο τέλειο μ., η τιμή που σταθεροποιείται στην αγορά στις καταστάσεις αυτές δεν είναι τιμή ισορροπίας με την τεχνική έννοια του όρου, αλλά τιμές που ταλαντεύονται ανάμεσα στις τιμές του καθαρού μ. και στις τιμές του καθαρού ανταγωνισμού, ανάλογα με την υποκειμενική συμπεριφορά των παραγωγών. Όταν αυτοί είναι δύο από την αρχή (δυοπώλιο) ή όταν σ’ ένα πρώτο μονοπωλητή προστεθούν περισσότεροι (πολυπώλιο) ή ακόμα όταν η προσφορά συγκεντρώνεται σε λίγους (ολιγοπώλιο), καθένας τους έχει κάποια δυνατότητα να επηρεάσει την τιμή, αλλά η επιτυχία της ενέργειας αυτής εξαρτάται πάντα από τη στάση των άλλων: αν πραγματικά όλοι ενεργήσουν ανεξάρτητα, η τιμή τείνει να πλησιάσει στην τιμή του ανταγωνισμού· ενώ αν όλοι συνασπιστούν, θα επιβληθεί τελικά μια τιμή μ. Η πραγματικότητα μας δείχνει άλλωστε μονοπώλια που ασκούνται με τη συνεργασία (καρτέλ) διάφορων οικονομικών παραγόντων και, από το άλλο μέρος, έχει μείνει περίφημη η περίπτωση των δύο εκείνων εταιρειών που εκμεταλλεύονταν την ποταμοπλοΐα στον ποταμό Κλάιντ της Σκοτίας και που, στην οξύτητα του ανταγωνισμού τους, έφτασαν να μεταφέρουν δωρεάν τους επιβάτες προσφέροντάς τους επιπλέον κι ένα γεύμα. Ανάλογη είναι η περίπτωση του μονοπωλιακού ανταγωνισμού, της μορφής που επικρατεί στο σύγχρονο οικονομικό σύστημα. Στην κατάσταση αυτή σχεδόν κάθε παραγωγός είναι σε θέση να εφαρμόσει τιμές μονοπωλιακής φύσης εκμεταλλευόμενος τις συνήθειες και τη νοοτροπία του κοινού ή κάποια έλξη που υπάρχει μέσα στους οικονομικούς μηχανισμούς. Έτσι, ορισμένοι προτιμούν να αγοράζουν από τα καταστήματα του κέντρου και οι νοικοκυρές κάνουν τα ψώνια τους στην αγορά της γειτονιάς τους, ακόμα κι αν υποχρεώνονται να πληρώνουν λίγο υψηλότερες τιμές, αλλά οι πωλητές δεν μπορούν να παραφουσκώσουν τις τιμές τους, γιατί διαφορετικά, θα χάσουν τους πελάτες τους, αφού υπάρχουν και άλλα καταστήματα, έστω και κάπως μακρύτερα, όπου οι τιμές είναι χαμηλότερες.
Ακόμα πιο αυθαίρετη είναι η τιμή που σχηματίζεται σε μια κατάσταση διμερούς μ., όταν δηλαδή τόσο η προσφορά όσο και η ζήτηση είναι συγκεντρωμένη σε δύο άτομα ή ομάδες. Στις περιπτώσεις αυτού του είδους η τιμή εξαρτάται αποκλειστικά από τη δύναμη συμβιβασμού των δύο μερών, άσχετα από τα δεδομένα των οικονομικών γεγονότων· ένα εργοδοτικό και ένα εργατικό συνδικάτο, που συγκρούονται στο ζήτημα των μισθών, ή ένας περίφημος ποδοσφαιριστής και ο πρόεδρος ενός εξίσου περίφημου σωματείου που προσπαθούν να συμφωνήσουν στην αμοιβή, είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της ειδικής μορφής.
Αμερικανική γελοιογραφία των τελών του 19ου αι., στην οποία ο σκιτσογράφος καυτηριάζει την επίδραση των μεγάλων μονοπωλίων στη Γερουσία των ΗΠΑ.
* * *το (ΑΜ μονοπώλιον) [μονοπώλης]1. το δικαίωμα ή ο θεσμός τής πώλησης ενός προϊόντος ή εμπορεύματος αποκλειστικά και μόνο από ένα άτομο ή από μία επιχείρηση ή έναν οργανισμό («μονοπώλιο άλατος»)2. συνεκδ. η υπηρεσία ή η επιχείρηση που διαχειρίζεται τα μονοπωλιακά είδη3. συνεκδ. το κατάστημα όπου πωλούνται τα είδη αυτάνεοελλ.1. μτφ. το αποκλειστικό δικαίωμα μιας ενέργειας ή πράξης ή η αποκλειστική χρήση ή κατοχή μιας ιδιότητας (α. «θέλει να έχει το μονοπώλιο τής εξουσίας» β. «νομίζει πως έχει το μονοπώλιο τής εξυπνάδας»).
Dictionary of Greek. 2013.